Εξάρτηση προκαλεί μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων που λέγονται βενζοδιαζεπίνες και είναι τα γνωστά σε όλους αγχολυτικά, όπως η λοραζεπάμη, η βρωμαζεπάμη, η αλπραζολάμη και άλλα.
Οι εμπορικές ονομασίες για ευνόητους λόγους δεν αναφέρονται σ’ αυτό το άρθρο, αλλά πρόκειται για φάρμακα ευρείας κατανάλωσης, τις εμπορικές ονομασίες των οποίων θα γνωρίζει σίγουρα ο γιατρός σας. Εθισμό προκαλούν επίσης και ορισμένα υπνωτικά, που δρουν στους ίδιους υποδοχείς στον εγκέφαλο με τα παραπάνω, όπως η ζολπιδέμη και η ζοπικλόνη, που επίσης χορηγούνται κατά κόρον από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων. ΚΑΝΕΝΑ άλλο ψυχιατρικό φάρμακο δεν προκαλεί εξάρτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, ότι μπορούν να διακοπούν άμεσα και χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Είναι σημαντικό όμως να τονίσουμε, ότι ακόμα και τα πιο «βαριά» ψυχιατρικά φάρμακα δεν προκαλούν εθισμό και μπορεί να διακοπούν με ευκολία όταν αυτό κριθεί απαραίτητο από το γιατρό σας.
Ας επιστρέψουμε τώρα στα αγχολυτικά (τις βενζοδιαζεπίνες) και τα υπνωτικά…
Τα φάρμακα αυτά πρέπει να χορηγούνται για όσο το δυνατόν λιγότερες ημέρες και σίγουρα όχι περισσότερο από μερικές εβδομάδες, μέχρι να δράσουν τα ενδεδειγμένα για τη θεραπεία της συγκεκριμένης ψυχικής νόσου φάρμακα, όπως π.χ. τα αντικαταθλιπτικά. Ο εθισμός σε αυτά τα αγχολυτικά μπορεί να γίνει και με σχετικά μικρές δόσεις, αν τα λαμβάνει κανείς για περίπου 2 μήνες, αλλά συνήθως απαιτεί μεγάλες δόσεις, που βέβαια δεν είναι σπάνιο φαινόμενο.
Ένα από τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα από αυτά, η αλπραζολάμη τυχαίνει να είναι και από τα πιο εθιστικά.
Πρόκειται επίσης, για μία από τις πιο ισχυρές βενζοδιαζεπίνες, δηλαδή από τα πιο βαριά φάρμακα αυτού του είδους και έχει και πολύ μικρή ημιζωή (δηλαδή βραχεία δράση) που σημαίνει ότι προκαλεί εύκολα ανοχή, έτσι ώστε ο ασθενής να χρειάζεται συνεχώς όλο και μεγαλύτερη δόση για να έχει το ίδιο αποτέλεσμα και τελικά να εθίζεται σ’ αυτό. Ένα άλλο αρνητικό που έχει, είναι ότι επειδή έχει μικρής διάρκειας δράση, το άγχος μπορεί να επανεμφανιστεί σε χειρότερη μορφή. Αυτό το φαινόμενο είναι πιο πιθανό να συμβεί και να έχει πιο έντονη μορφή σε αυτούς που λαμβάνουν μεγαλύτερες δόσεις και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ονομάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία “rebound anxiety” δηλώνοντας το άγχος, που ανακάμπτει δριμύτερο. Αυτό φυσικά μπορεί να κάνει και την ανάγκη κάποιου για την αλπραζολάμη πιο έντονη για να «θεραπεύσει» το άγχος που η ίδια επιδείνωσε και συμβάλλει μ’ αυτόν τον τρόπο στον εθισμό του.
Η απεξάρτηση από αυτό το φάρμακο είναι πολύ δύσκολη και απαιτεί τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση. Όσον αφορά στην αντιστοίχιση της δόσης της αλπραζολάμης με άλλα φάρμακα: το 0.5 mg αλπραζολάμης αντιστοιχούν σε 5-6 mg βρωμαζεπάμης (ένα φάρμακο που χρησιμοποιεί κατά διαστήματα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού). Δηλαδή, κάποιος που παίρνει 2 mg αλπραζολάμης την ημέρα είναι σαν να παίρνει τη γιγάντια δόση των 20-24 mg βρωμαζεπάμης την ημέρα! Αυτή η γνώση για την αντιστοίχιση των δόσεων αυτών των φαρμάκων είναι διαθέσιμη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Την τελευταία δεκαετία, πέραν από τα βιβλία της Ψυχιατρικής, μπορεί οποιοσδήποτε να βρει το σχετικό πίνακα κάνοντας μια απλή αναζήτηση στο internet.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπνωτικά που αναφέρονται παραπάνω, τα οποία προκαλούν επίσης εξάρτηση και ανοχή με αποτέλεσμα μετά από κάποιο καιρό είτε να χρειάζεται ο ασθενής μεγαλύτερη δόση για να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα, είτε μετά τη διακοπή τους να επανεμφανίζεται η αϋπνία σε πιο σοβαρή μορφή, ένα φαινόμενο που στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως “rebound insomnia”, δηλαδή αϋπνία που επανέρχεται δριμύτερη μετά τη διακοπή του φαρμάκου.