Οι ψυχώσεις συνιστούν μια ομάδα διαταραχών με κοινό χαρακτηριστικό τη διαταραγμένη αντίληψη της πραγματικότητας, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται κι ερμηνεύει τον εαυτό του, τους άλλους και τα γεγονότα. Στην ομάδα του σχιζοφρενικού κι ευρύτερου ψυχωσικού φάσματος περιλαμβάνονται, εκτός από τη σχιζοφρένεια, η σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή, η σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, η βραχεία ψυχωτική διαταραχή, η παραληρητική διαταραχή, ουσιοεπαγόμενες ψυχωτικές διαταραχές (προκαλούμενες από τη χρήση ουσιών) και οι οφειλόμενες σε ιατρική κατάσταση ψυχωτικές διαταραχές.
Η σχιζοφρένεια συνιστά μια από τις σοβαρότερες και πλέον αινιγματικές ψυχικές διαταραχές και περισσότερο από κάθε άλλη συνδέεται με την ιστορική αναδρομή και την εδραίωση της Ψυχιατρικής ως αυτόνομης ιατρικής ειδικότητας. Πρόκειται για μια διαταραχή του εγκεφάλου με ισχυρότατο γενετικό υπόβαθρο, για την εκδήλωση της οποίας ευθύνεται η πολύπλοκη αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου. Όπως το ίδιο το όνομά της υποδηλώνει, χαρακτηρίζεται από τη σχάση των ψυχονοητικών λειτουργιών που επηρεάζουν τη δομή και την οργάνωση της σκέψης, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του ατόμου.
Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας διακρίνονται σε θετικά (παραληρητικές ιδέες που μπορεί να είναι αλλόκοτες, ψευδαισθήσεις –ιδ. ακουστικές, διαταραχές ελέγχου και κατοχής της σκέψης), αρνητικά (μειωμένη αυτοφροντίδα, συναισθηματική αμβλύτητα μέχρι επιπέδωσης, πτωχεία λόγου, απάθεια, υποβουλησία) , αποδιοργανωτικά (απρόσφορες συναισθηματικές αντιδράσεις, εκτροχιασμός σκέψης, αποδιοργάνωση συμπεριφοράς κλπ) και γνωσιακά (αδυναμία συγκέντρωσης- προσοχής, διαταραχές μνήμης κλπ.). Η μέση ηλικία έναρξης είναι μεταξύ 15-35 ετών, με αναλογία ανδρών- γυναικών 1.4:1, ενώ από τη νόσο υπολογίζεται ότι νοσεί το 1% του γενικού πληθυσμού χωρίς διακρίσεις κοινωνικής τάξης, χώρας και πολιτισμού.
Παρά την ύπαρξη σύγχρονων κι αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων, η ελλιπής ενημέρωση και το στιγματιστικό φορτίο της νόσου συνιστούν τα μεγαλύτερα εμπόδια για την επιτυχή αντιμετώπιση και διαχείριση της σχιζοφρένειας, καθώς διαβρώνουν την αυτοεικόνα των ασθενών κι αποτελούν μια «δεύτερη νόσο» γι’ αυτούς, που αφενός βιώνουν τα συμπτώματα της διαταραχής κι αφετέρου τα συμπτώματα μιας κοινωνικής παθολογίας που κυριαρχείται από ταμπού, προκαταλήψεις, μύθους και πρακτικές αποκλεισμού.
Στην πραγματικότητα, η σχιζοφρένεια αποτελεί μια νόσο που μπορεί με τις σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από τον ειδικό. Τα νεότερα (άτυπα) αντιψυχωτικά φάρμακα είναι ασφαλή, δεν προκαλούν εθισμό και οδηγούν τόσο στη βελτίωση ή πλήρη εξάλειψη των συμπτωμάτων της νόσου, όσο και στην πρόληψη υποτροπών, βοηθώντας σημαντικό ποσοστό ασθενών να ζουν μια σχεδόν φυσιολογική ζωή, να εργάζονται και να ζουν αυτόνομα στο πλαίσιο της κοινωνίας.
Ουσιώδους σημασίας είναι η ολιστική προσέγγιση της νόσου (που αξιολογεί τόσο τις αδυναμίες, όσο και τις ιδιαίτερες ικανότητες των πασχόντων) αλλά και η ψυχοεκπαίδευση των ασθενών και των οικογενειών τους , η οποία προσφέρει ενημέρωση για τη φύση και την πορεία της σχιζοφρένειας, εκπαίδευση στην έγκαιρη αναγνώριση πρώιμων «προειδοποιητικών» συμπτωμάτων υποτροπής κι εξασφάλιση συμμόρφωσης στη θεραπεία.