Το να μιλάς, να εκφράζεις, να λεκτικοποιείς και ουσιαστικά να μοιράζεσαι με κάποιον αυτό το οποίο σε βασανίζει είναι εν δυνάμει θεραπευτικό γιατί αποφορτίζει την ψυχολογική πίεση που βιώνει ένα άτομο. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί μία θεραπευτική παρέμβαση που εφαρμόζεται μετά από ειδική εκπαίδευση, από ειδικούς στον ευρύτερο χώρο της ψυχικής υγείας.
Σύμφωνα με ένα ορισμό της ψυχοθεραπείας, αυτή την περιγράφεται ως η ψυχολογική παρέμβαση που αποβλέπει στην αντιμετώπιση συναισθηματικών προβλημάτων, κατά την οποία ένα κατάλληλα εκπαιδευμένο άτομο συνειδητά εγκαθιστά μία επαγγελματική σχέση με έναν θεραπευόμενο με σκοπό:
- την άρση, την τροποποίηση ή την επιβράδυνση της επιδείνωσης ήδη υπαρχόντων συμπτωμάτων
- τη διαμεσολάβηση για την τροποποίηση δυσλειτουργικών μοτίβων συμπεριφοράς
- την προώθηση και την ευόδωση της ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου με θετικό τρόπο.
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας. Πρακτικά, οι σύμβουλοι και οι ψυχοθεραπευτές εφαρμόζουν παρόμοια μεθοδολογία: ακούν την προσωπική ιστορία του θεραπευόμενου, αμφισβητούν και κάνουν ερωτήσεις, ερμηνεύουν, επεξηγούν, συμβουλεύουν κ.α. Η διαφορά μεταξύ των δύο ειδικοτήτων είναι ουσιαστικά ο διαφορετικός βαθμός και η αναλογία εφαρμογής των δεξιοτήτων ανάλογα με τον επαγγελματικό χώρο καθενός.
Ο Hans Eysenck το 1952 δημοσίευσε μία μελέτη-μεταανάλυση των ερευνών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση σχετίζεται αρνητικά με την ύφεση των συμπτωμάτων. Παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση της μελέτης του Eysenck, μπορεί να θεωρηθεί ότι η μελέτη αυτή αποτέλεσε αφορμή για την προώθηση της έρευνας στον τομέα της ψυχοθεραπείας, αφού αναδείχθηκαν τα προβλήματα επιστημονικής τεκμηρίωσης των μεθόδων που χρησιμοποιούνταν, καθώς και η έλλειψη έγκυρων μελετών διερεύνησης της αποτελεσματικότητάς τους.
Από τα μέσα του 20ου αιώνα η επιστημονική έρευνα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων έγινε συστηματικότερη και τα πορίσματά της εμφανίζονται ως ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Η αποτελεσματικότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούνται είναι τεκμηριωμένη και έχουν διερευνηθεί τόσο οι κοινοί θεραπευτικοί παράγοντες που οδηγούν σε κλινική βελτίωση, ανεξάρτητα από το ψυχοθεραπευτικό μοντέλο που ακολουθείται, όσο και ο βαθμός συμβολής του καθενός παράγοντα στη θεραπευτική αλλαγή.
Οι περισσότερες μελέτες διερευνούν τη συνολική αποτελεσματικότητα ενός θεραπευτικού μοντέλου σε σχέση με κάποιο άλλο και συνεπώς υπάρχει περιορισμένος αριθμός μελετών που διερευνά την αποτελεσματικότητα συγκεκριμένων τεχνικών και θεραπευτικών δεξιοτήτων. Ο Lambert (1992) διερεύνησε τους κοινούς θεραπευτικούς παράγοντες που οδηγούν στην κλινική βελτίωση των θεραπευομένων, ανεξάρτητα από το ψυχοθεραπευτικό μοντέλο που ακολουθούσαν, και υπολόγισε το βαθμό στον οποίο συμβάλλει ο κάθε ένας στη θεραπευτική αλλαγή.
Οι παράγοντες που αναδείχτηκαν από την ανάλυση ήταν:
- Αλλαγές που δεν αφορούν το θεραπευτικό πλαίσιο, σε ποσοστό 40%
- Η θεραπευτική σχέση, σε ποσοστό 30%
- Η προσδοκία για βελτίωση, σε ποσοστό 15%
- Οι θεραπευτικές τεχνικές, σε ποσοστό 15%.
Παρά την τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα των διαφορετικών ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων, υπάρχουν πολύ ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, αυτοί οι οποίοι ακολουθούν την ψυχαναλυτική μέθοδο αποδίδουν την κλινική βελτίωση στην απόκτηση επίγνωσης, οι συμπεριφοριστές την ερμηνεύουν με όρους μάθησης, ενώ οι θεραπευτές που ακολουθούν την ουμανιστική μέθοδο εστιάζουν στη θεραπευτική σχέση με τον πελάτη.
Η συνεχής επιμόρφωση και η ανάπτυξη της κριτικής ψυχολογικής σκέψης, που επιβάλλεται να καλλιεργούν οι θεραπευτές, σε συνδυασμό με την κλινική εμπειρία που συσσωρεύουν, τους κατευθύνουν στο να μην βασίζονται αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο στην πρακτική τους, αλλά να είναι ευέλικτοι και να χρησιμοποιούν με εκλεκτικιστικό τρόπο στοιχεία από τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα, τα οποία θεωρούν ότι θα είναι αποτελεσματικότερα ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του κάθε περιστατικού.