Η αιτιολογία της νόσου δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως αλλά έχουν ενοχοποιηθεί πολλοί παράγοντες :
1. Γενετικοί παράγοντες.
Η κληρονομικότητα αποτελεί ως ένα σημείο σημαντικό παράγοντα όπως διαπιστώσαμε προηγουμένως στα επιδημιολογικά στοιχεία. Η έρευνα στην ανεύρεση συγκεκριμένων γονιδίων που ευθύνονται είναι συνεχής. ( Andreasen and Black, 2015).
2. Κοινωνικοί και Περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Στρεσογόνοι παράγοντες που προκαλούν καταθλιπτική διάθεση για μεγαλύτερο του φυσιολογικού χρονικό διάστημα όπως ένας χωρισμός, μια απώλεια σημαντικού προσώπου, κακή επίδοση σε εξετάσεις, άσχημο οικογενειακό περιβάλλον ( ξυλοδαρμοί από τον αλκοολικό σύζυγο σε καθημερινή βάση). ( Μάνου, 1997).
3. Νευροβιολογικοί παράγοντες – Υπόθεση μονοαμινών.
Έχει αποδειχθεί ότι η έλλειψη ενός ή περισσοτέρων από τους τρεις νευροδιαβιβαστές που σχετίζονται με την κατάθλιψη ενοχοποιούνται για αυτήν. Αυτοί είναι η Σεροτονίνη, η Νορ-αδρεναλίνη και η Ντοπαμίνη. Επίσης έχει αποδειχθεί διαταραχή στην ημερήσια διακύμανση στην παραγωγή της κορτιζόνης όπως και μειωμένη παραγωγή αυξητικής ορμόνης ( GH) και θυρεοειδοτρόπου ορμόνης ( TSH). ( Stahl, 2013).
Διαφορική Διάγνωση
Κατά τη διαδικασία αυτή ο θεραπευτής πρέπει να είναι προσεχτικός πολύ στο αν, που και πότε θα βάλει την ταμπέλα Μείζονα Κατάθλιψη. Θα πρέπει να γνωρίζει και να λάβει υπ’όψην του όλα τα προηγούμενα κλινικά, επιδημιολογικά και αιτιολογικά στοιχεία. Θα πρέπει να κάνει διαφοροδιάγνωση μεταξύ των προαναφερθέντων διαταραχών της διάθεσης. Επίσης θα πρέπει να έχει κατά νου και κάποια άλλα στοιχεία όπως την ημερήσια διακύμανση στη μεταβολή της διάθεσης ( οι ασθενείς με κατάθλιψη αισθάνονται χειρότερα κυρίως το πρωί), τη μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, την πιθανότητα συγκαλυμμένης κατάθλιψης όπου ο ασθενής δεν αναφέρει καταθλιπτική διάθεση αλλά αϋπνία ή απώλεια όρεξης και ενεργητικότητας, την ύπαρξη ψυχωτικών συμπτωμάτων.
Ακόμα θα πρέπει να προσδιορίσει τη χρονιότητα της νόσου ( είναι πάνω από 2 χρόνια?), την ενδεχόμενη επιλόχεια έναρξη ( επιλόχεια κατάθλιψη), την ύπαρξη κατατονικών στοιχείων, την ενδεχόμενη εποχική πορεία και ταχεία εναλλαγή φάσεων. Επίσης θα πρέπει να διαγνωσθεί αν η νόσος είναι δευτεροπαθής, αν δηλαδή είναι αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου εξωγενούς παράγοντα όπως η κατάχρηση ουσιών, λήψη αντυπερτασικών φαρμάκων, αντισυλληπτικών, κορτικοειδών, ύπαρξη υποθυρεοειδισμού ή συστηματικού ερυθηματώδους λύκου. Τέλος θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί η ύπαρξη κατάθλιψης ως στάδιο πένθους που είναι κάτι φυσιολογικό.
Πορεία και Έκβαση
Ένα καταθλιπτικό επεισόδιο μπορεί να ξεκινήσει είτε αιφνίδια είτε σταδιακά. Ένα μέσο καταθλιπτικό επεισόδιο χωρίς θεραπεία διαρκεί 6-10 μήνες. Ένα 75% των ασθενών θα εμφανίσουν δεύτερο επεισόδιο εντός 6 μηνών από το πρώτο. Γενικά ένα 50% θα αναρρώσει καλά, ένα 30% μερικώς και ένα 20%-30% θα πέσει σε χρονιότητα. Δυστυχώς ένα 10-15% περίπου των ασθενών θα αυτοκτονήσει. Το προφίλ ενός αυτοκτονικού ασθενή είναι άτομο διαζευγμένο ή που ζει μόνο του, ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ ή ουσιών, ηλικία άνω των 40 ετών, ιστορικό προηγούμενης απόπειρας ( πολύ σημαντικό στοιχείο και οδηγός μας) και η έκφραση ενεργού αυτοκτονικού ιδεασμού ( αν έχει καταστρώσει λεπτομερές σχέδιο). Η προσέγγιση πρέπει να γίνεται πάντα και άμεσα με ευθεία ερώτηση για το αν έχει σκεφτεί να δώσει τέλος στη ζωή του.
Συνήθως λένε ναι ή θεωρούν φυσιολογική σκέψη την αυτοκτονία που κάθε άνθρωπος την έχει σκεφτεί κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Η κατάθλιψη συνοδεύεται από σημαντικές κοινωνικές και ατομικές επιπτώσεις όπως μειωμένη ενεργητικότητα, συγκέντρωση, επίδοση στο σχολείο ή στην εργασία, σεξουαλική επιθυμία που οδηγεί σε συζυγική δυσαρμονία. Οι ασθενείς ενδέχεται να καταφύγουν σε προσπάθειες αυτοθεραπείας με χρήση ηρεμιστικών, αλκοόλ ή ψυχοδιεγερτών με αποτέλεσμα την κατάχρησή τους. ( Χριστοδούλου και συνεργάτες, 2002).