Ο Hans Eysenck το 1952 δημοσίευσε μία επίμαχη μελέτη μεταανάλυση των ερευνών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων («Τα αποτελέσματα της ψυχοθεραπείας: Μία αξιολόγηση»). Το κυριότερο συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι ύστερα από 50 χρόνια θεραπευτικής πρακτικής, έρευνας και θεωρητικής μελέτης, δεν προέκυπτε ουσιαστικά ότι η ψυχοθεραπεία έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, ο Eysenck ανέφερε ότι «περίπου τα 2/3 μίας ομάδας ασθενών με νεύρωση θα αναρρώσουν ή θα βελτιωθούν σε σημαντικό βαθμό μέσα σε διάστημα περίπου δύο ετών μετά την έναρξη της διαταραχής τους, χωρίς να έχουν δεχθεί οποιουδήποτε τύπου θεραπευτική παρέμβαση». (Eysenck, 1952). Ακολούθως, συγκρίνοντας τα ποσοστά αυτόματης ανάρρωσης με τα ποσοστά που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς που ακολουθούσαν ψυχαναλυτικού τύπου ψυχοθεραπεία, διαπίστωσε ότι οι ασθενείς οι οποίοι ακολουθούσαν την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση σημείωσαν βελτιώθηκαν κατά 44%, ενώ ότι οι ασθενείς που παρακολουθούνταν σε αραιότερα χρονικά διαστήματα από γενικούς ιατρούς παρουσίασαν μεγαλύτερη βελτίωση που πλησίαζε το 72%. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση και η ύφεση των συμπτωμάτων παρουσίαζαν αρνητική συσχέτιση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η μελέτη του Eysenck προκάλεσε την αντίδραση των ψυχοθεραπευτικών κύκλων. Οι βασικότερες ενστάσεις των υποστηρικτών της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου αφορούσαν τη μεθοδολογία της μελέτης του Eysenck, δηλαδή ότι οι μελέτες τις οποίες χρησιμοποίησε στη μετα-ανάλυσή του δεν ήταν μεθοδολογικά άρτιες λόγω
- ανεπαρκούς ελέγχου στα δείγματα των πληθυσμών τα οποία διερευνούσαν,
- μη υπολογισμού της βαρύτητας της διαταραχής και
- του ότι οι κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν για την ποσοτικοποίηση των παρεμβάσεων ήταν αδρές και μη έγκυρες. Η βασιμη κριτική που ασκήθηκε στα συμπεράσματα του Eysenck στηρίχθηκε στην παρουσία μεθοδολογικών ελλείψεων στις υπάρχουσες μελέτες της εποχής.
Σύγχρονες εκτιμήσεις της αποτελεσματικότητας των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η μελέτη του Eysenck έδωσαν ώθηση, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, στη συστηματικότερη επιστημονική έρευνα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων. Οι Hubble, Duncan και Miller (1999) σε ανασκόπηση των δεδομένων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών μεθόδων κατέληξαν στο αισιόδοξο συμπέρασμα ότι:
«Οι αμφιβολίες που είχαν εξαπολυθεί σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών και συμβουλευτικών παρεμβάσεων από τον Eysenck και τους ομοϊδεάτες του έχουν παραμεριστεί πλέον. Η θεραπεία είναι αποτελεσματική…..Μετά από περισσότερα από 40 χρόνια συστηματικής μελέτης της αποτελεσματικότητας των μεθόδων είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι θεραπευτές δεν είναι τσαρλατάνοι ή καλοθελητές με υπερβάλοντα ζήλο….Δημοσίευση προς δημοσίευση, όλο και περισσότερες μελέτες, μετα-αναλύσεις αποτελεσμάτων και ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας έχουν νομιμοποιήσει τις παρεμβάσεις που βασίζονται σε ψυχοθεραπευτικές μεθόδους για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών διαταραχών. Είναι πλέον ελάχιστοι αυτοί που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ψυχοθεραπεία θα έπρεπε να εξεταστεί σχετικά με τη συνολική αποτελεσματικότητά της.».
Ο Hubble και οι συνεργάτες του δεν είναι οι μόνοι που υποστηρίζουν την αποτελεσματική θεραπευτική έκβαση των διαφόρων τύπων ψυχοθεραπείας. Στην επιστημονική βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές αανφορές που επισημαίνουν την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων.
Παρατίθενται δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
- «Κατά την δεκαετία του 1980 τεκμηριώθηκε ότι η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές.» (Ahn & Wampold, 2001)
- «Οι άνθρωποι έχουν λιγότερα συμπτώματα και καλύτερη ζωή μετά από ψυχοθεραπεία απ’ότι προηγουμένως; Η απάντηση που δίνει η μελέτη του Ινστιτούτου Καταναλωτών (των Η.Π.Α.) είναι ένα ξεκάθαρο ‘ναι’.» (Seligman, 1995)
Προφανώς η άποψη που επικρατεί στους ερευνητικούς κύκλους είναι ότι η ψυχοθεραπευτική διαδικασία αποτελεί μία θετική, δυναμική και αποτελεσματική διαδικασία, η οποία με συνέπεια συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των ατόμων τα οποία ασχολούνται με αυτή.