Η διπολική διαταραχή Ι (παλαιότερα «μανιοκατάθλιψη») χαρακτηρίζεται από ακραίες διακυμάνσεις στη διάθεση με εναλλαγή επεισοδίων μανίας και κατάθλιψης -μεταξύ των οποίων η διάθεση του ατόμου επιστρέφει στο φυσιολογικό. Προσβάλλει το 1% του πληθυσμού (με τους άνδρες και τις γυναίκες να προσβάλλονται εξίσου), με μέση ηλικία έναρξης μεταξύ 20-30 ετών. Πρόκειται για μια διαταραχή με ισχυρή γενετική συνιστώσα στην πορεία της οποίας ψυχοπιεστικά γεγονότα ζωής και στρεσογόνοι παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση των επεισοδίων (ιδ. αρχικά). Διπολική διαταραχή ΙΙ ονομάζεται η κατάσταση στην οποία έχουν υπάρξει τουλάχιστον ένα καταθλιπτικό κι ένα υπομανιακό επεισόδιο στο ιστορικό του ασθενούς (χωρίς να έχει εμφανιστεί ποτέ εικόνα πλήρους ανανπτυγμένης μανίας).
Τα καταθλιπτικά συμπτώματα στη διπολική διαταραχή είναι ίδια με αυτά της κατάθλιψης, η μανία ωστόσο έχει χαρακτηριστική κλινική εικόνα: συνήθως προηγείται ολοένα αυξανόμενη ευφορική διάθεση λίγες ημέρες ή εβδομάδες πριν την εγκατάσταση του μανιακού επεισοδίου, ενίοτε με ευερεθιστότητα. Το άτομο γίνεται περισσότερο ομιλητικό κι ενεργητικό και χρειάζεται ολοένα και λιγότερο ύπνο. Έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση, διακατέχεται από αίσθημα απεριόριστων δυνατοτήτων και προοπτικής επιτυχιών, μπορεί να καταστρώνει μεγαλεπήβολα σχέδια, να ξοδεύει ολοένα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά και να εμφανίζει πολύ αυξημένη σεξουαλική διάθεση, με εμπλοκή σε κοινωνικά επιλήψιμες ή επικίνδυνες πρακτικές. Τελικά μπορεί να κινδυνεύσει εξαιτίας της διαταραχής της κρίσης του, αφού προβαίνει σε ανεύθυνες ή παρακινδυνευμένες ενέργειες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία, κοινωνική απομόνωση, οικονομικά προβλήματα και ποικίλα ατυχήματα.
Η έναρξη της νόσου λαμβάνει χώρα είτε με μανιακό επεισόδιο (σπανιότερα), είτε με καταθλιπτικό (οπότε η διάγνωση της διπολικής διαταραχής θα τεθεί μεταγενέστερα με την εμφάνιση και του μανιακού επεισοδίου), κι ενώ μετά την αποδρομή του 1ου επεισοδίου το άτομο θα παραμείνει για μεγάλο διάστημα σε νορμοθυμία (συχνά πάνω από έτος), μετά την εμφάνιση και του 2ου επεισοδίου τα «φυσιολογικά» διαστήματα καθίστανται ολοένα και βραχύτερα.
Η θεραπεία της διπολικής διαταραχής είναι πρωτίστως φαρμακευτική με χρήση σταθεροποιητών διάθεσης (mood stabilisers), αντιεπιληπτικών (anticonvulsants) κι νεότερων (άτυπων) αντιψυχωσικών φαρμάκων, συχνά σε συνδυασμό. Στόχος είναι αφενός μεν η αντιμετώπιση των οξέων συμπτωμάτων κατάθλιψης ή μανίας με αποφυγή της κυκλικότητας (μετάπτωσης από τη μία φάση στην άλλη) κι αφετέρου η πρόληψη των υποτροπών με περιφρούρηση/ επιμήκυνση των διαστημάτων νορμοθυμίας, ώστε το άτομο να παραμένει ελεύθερο συμπτωμάτων και να μπορεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, ανταποκρινόμενο στις δυνατότητες του και λειτουργώντας ικανοποιητικά στον κοινωνικό κι επαγγελματικό του ρόλο.
Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η ψυχοεκπαίδευση του ασθενούς και των οικογένειάς του, η οποία προσφέρει ενημέρωση για τη φύση και την πορεία της νόσου, εκπαίδευση στην έγκαιρη αναγνώριση πρώιμων «προειδοποιητικών» συμπτωμάτων υποτροπής κι εξασφαλίζει τη συμμόρφωση στη θεραπεία, με στόχο να ενισχυθεί η μακροχρόνια σταθεροποίηση της διάθεσης και ν’ αποτραπεί η εμφάνιση νέων