Η απάθεια αποτελεί μια μορφή επιτελικής γνωστικής δυσλειτουργίας, (Landes et al., 2001) οποία εμπεριέχει ψυχολογικές αλλά και συμπεριφορικές πτυχές όπως η διάθεση, η προσωπικότητα, και τη γνωστική λειτουργία (Pluck & Brown, 2002). Οι ορισμοί της απάθειας δίνουν έμφαση στη μείωση των συμπεριφορών προς ανταμοιβή και εκπλήρωση των στόχων (Brown & Pluck, 2000). Η απάθεια θα μπορούσε να περιγράφει ως μια εσωτερική κατάσταση έλλειψης ενδιαφέροντος ή ως μία κατάσταση συμπεριφορικής αδράνειας (Burns et al., 1990).
Το φάσμα των χαρακτηριστικών της απάθειας περιλαμβάνει μείωση στην πρωτοβουλία, το ενδιαφέρον, το κίνητρο και την κινητοποίηση, τον αυθορμητισμό, την τρυφερότητα, την ενέργεια, τον ενθουσιασμό, τα συναισθήματα και την επιμονή, καθώς και συναισθηματική άμβλυνση (Levy et al, 1998, Overshott et al.,2004). Η παθητικότητα, η αβούλια και η έλλειψη κινητοποίησης αποτελούν έννοιες συνώνυμες της απάθειας. Η νοσολογία της απάθειας δεν είναι ξεκάθαρη, και αυτό δεν έχει διερευνηθεί εκτενώς στην επιστημονική βιβλιογραφία παρά την ευρεία επικράτησή της.(Tagariello et al., 2009,Vijayaraghavan et al., 2002, Duffy, 2000).
Η απάθεια μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα πολλών νευροψυχιατρικών διαταραχών ή αυτόνομο σύνδρομο. Στο επίπεδο των συμπτωμάτων, ο Marin (1991) ορίζει την απάθεια ως “απώλεια κινήτρου λόγω διαταραχής της νόησης και του συναισθήματος στο επίπεδο συνείδησης”. Στο επίπεδο του συνδρόμου, η απάθεια ορίζεται ως πρωταρχικά ως απώλεια του κινήτρου και του βαθμού κινητοποίησης, δηλαδή “έκπτωση του βαθμού κινητοποίησης που δεν οφείλεται σε συναισθηματικέςδυσκολίες, σε γνωστική εξασθένιση ή σε μειωμένο επίπεδο συνείδησης. Τα άτομα με απάθεια” κάνουν λιγότερα, σκέφτονται λιγότερα και αισθάνονται λιγότερα. “(Robert et al.,2006). Οι Stuss et al. (2000) προτείνουν την ύπαρξη τριών υποτύπων της απάθειας: τη συναισθηματική, τη γνωστική, και τη συμπεριφορική, όπου κάθε μία καθορίζεται με διαφορετικά ανατομικά χαρακτηριστικά και ψυχολογικούς μηχανισμούς.
Χαρακτηριστικά
Οι παλαιότεροι ορισμοί της απάθειας εστίαζαν στη συγκίνησιακή πτυχή της απάθειας. Για παράδειγμα, ο Greenson (1949) χαρακτήρισε την απάθεια ως “κατάσταση συναισθηματικής ελλειψης(affectlessness)”. Σύμφωνα με τον Greenson (1949),” το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των ασθενών με απάθεια είναι η ορατή έλλειψη συναισθημάτων και κινήτρων. Με την πρώτη ματιά φαίνεται να είναι μελαγχολικοί, αλλά προσεκτικότερη εξέταση αποκαλύπτει την έλλειψη συναισθημάτων “(σελ.290). Ο Marin (1991) υποστήριξε ότι αντί να ορίζεται η απάθεια ως απώλεια συναισθημάτων ή απώλεια ενδιαφέροντος, και τα δύο συμπτώματα, καθώς και άλλα, θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι αντανακλούν “απώλεια της κινητοποίησης” (σελ. 243). Πιο πρόσφατα, συγγραφείς έχουν ορίσει την απάθεια με καθαρά συμπεριφορικούς όρους, χωρίς να περιλαμβάνουν υποκειμενικές έννοιες, όπως τα κίνητρα. Για παράδειγμα, οι Stuss, Van Reekum και Murphy (2000) δήλωσαν ότι “η απάθεια περιγράφεται καλύτερα με συμπεριφορικούς όρους, ως απουσία ανταπόκρισης στα ερεθίσματα, όπως διαφαίνεται από την έλλειψη αυτενεργούμενων πράξεων “(σελ. 342). Στο ίδιο μήκος κύματος, οι Levy και Czernecki (2006) χαρακτήρισαν την απάθεια ως “ένα ποσοτικοποιημένο και παρατηρούμενο συμπεριφορικό σύνδρομο, το οποίο συνίσταται σε ποσοτική μείωση των αυτόβουλων συμπεριφορών “(σελ. 54).
Παρά τις θεωρητικές διαφορές μεταξύ της έννοιας της απάθειας ως “διαταραχή μειωμένης κινητοποίησης” (Marin & Wilkosz,2005, σελ. 377) και ορισμών που τονίζουν τις παρατηρούμενες συμπεριφορές (π.χ. Stuss, Van Reekum, & Murphy, 2000), πρακτικά παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες, αφού ο Marin (1996) χρησιμοποίησε παρατηρήσιμα κριτήρια συμπεριφοράς για να καθορίσει τη μείωση των κινήτρων.
Τα διαγνωστικά κριτήρια για την απάθεια εισήχθησαν από τον Marin (1990, 1991). Η έλλειψη κινήτρων και κινητοποίησης διαφαίνεται από τη μείωση στις στοχοκατευθυνόμενες συμπεριφορές, στις στοχοκατευθυνόμενες γνωστικές λειτουργίες και συναισθηματική έκπτωση, σε σχέση με την προηγούμενη λειτουργικότητα, που δεν μπορεί να αποδοθεί σε νοητική δυσλειτουργία, συναισθηματική δυσφορία ή μειωμένων επιπέδων συνείδησης. Επίσης απουσιάζει και η συναισθηματική δυσφορία.
Τα παραπάνω κριτήρια έχουν αναπροσαρμοστεί με την πάροδο του χρόνου (Starkstein, 2000; 2008). Πρόσφατες τροποποιήσεις προτείνουν ότι για να διαγνωστεί η απάθεια θα πρέπει να παρατηρείται μείωση του βαθμού κινητοποίησης την περισσότερη διάρκεια της ημέρας, για τουλάχιστον 4 εβδομάδες και ένα να παρατηρείται τουλάχιστον ένα σύμπτωμα από το κάθε ένα από το συμπεριφορικό πεδίο, το γνωστικό και το συναισθηματικό πεδίο. Επιπλέον, τα συμπτώματα θα πρέπει να προκαλούν κλινικά σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας και δεν μπορούν να αποδοθούν σε σωματική αναπηρία, κινητική αναπηρία ή άμεσες επιδράσεις φαρμακευτικής ουσίας.
Ο Marin (1996) πρότεινε ότι στην απάθεια υπάρχει μια “ταυτόχρονη μείωση στις εμφανείς συμπεριφορικές, γνωστικές και συναισθηματικές συνιστώσες της στοχοκατευθυνόμενης συμπεριφοράς” (σελ. 305). Η παρουσία και των τριών συστατικών αποτελεί τη βάση των κριτηρίων που θέσπισε ο Marin (1991) για τη διάγνωση της απάθειας. Τα συμπεριφορικά κριτήρια περιλαμβάνουν την “έλλειψη χρόνου που να δαπανάται σε δραστηριότητες ενδιαφέροντος “,” έλλειψη παραγωγικότητας “και” μειωμένη κοινωνικοποίηση ή δραστηριότητες αναψυχής “. Τα κριτήρια για τη γνωστική συνιστώσα περιλαμβάνουν την “έλλειψη ενδιαφέροντος”και “Μειωμένη σημασία ή αξία που αποδίδεται στην … κοινωνικοποίηση, αναψυχή, παραγωγικότητα, πρωτοβουλία, επιμονή ή περιέργεια. ” Τα συναισθηματικά κριτήρια περιλαμβάνουν την “έλλειψη συναισθηματικής αντίδρασης σε θετικά ή αρνητικά γεγονότα “και” απουσία ενθουσιασμού ή συναισθηματικής έντασης “(σελ.245).
Μια αναθεωρημένη έκδοση των διαγνωστικών κριτηρίων του Marin παρουσιάζεται στα διαγνωστικά κριτήρια που θεσπίστηκαν από μια εξειδικευμένη ομάδα ευρωπαίων επιστημόνων (Robert, Onyike, Leentjens, Dujardin, Aalten, Starkstein, … Bryne, 2009). Σύμφωνα με αυτή την ομάδα, η διάγνωση της απάθειας περιλαμβάνει γνωστικά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά κριτήρια, αλλά διαφέρει από τον Marin (1996), διότι απαιτείται παρουσία συμπτωμάτων μόνο σε 2 από τις 3 κατηγορίες. Κατά το τον Marin χρειάζεται η παρουσία συμπτωμάτων και από τις 3 κατηγορίες για να τεθεί η διάγνωση απάθειας (Marin, 1996). Τα αναθεωρημένα κριτήρια για την απάθεια διαχωρίζουν ρητά τα συμπτώματα “έναρξης” (π.χ. “έναρξη συζήτησης”) και “απόκρισης” (π.χ. “απάντηση σε συζήτηση “) (σελ. 101).
Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν το διαχωρισμό της απάθειας σε υποτύπους, βάσει των εξειδικευμένων νευροβιολογικών δίκτυων που εμπλέκονται σε κάθε τύπο απάθειας. Οι Levy και Czernecki (2006) περιέγραψαν τρεις υποτύπους απάθειας που σχετίζονται με δυσλειτουργία στον προμετωπιαίο φλοιό ή στα βασικά γάγγλια. Οι Stuss, Van Reekum και Murphy (2000) περιέγραψαν επτά υποτύπους απάθειας που αντιστοιχούν σε περιοχές του μετωπιαίου φλοιού και σχετίζονται υποφλοιϊκές δομές. Τα συμπτώματα που περιλαμβάνονται σε αυτούς τους υποτύπους αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με τα συμπτώματα που περιλαμβάνονται στο μοντέλο του Marin (1996).
Οι εννοιολογίκές προσεγγίσεις της απάθειας ποικίλλουν στην ορολογία που χρησιμοποιούν (π.χ. πνευματική περιέργεια, ενδιαφέρον, πρωτοβουλία, έναρξη της δράσης), όμως υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των περισσότερων ορισμών ως προς τις γνωστικές, συμπεριφορικές και συναισθηματικές συνιστώσες (Robert et al., 2009). Ακόμη, παρά το ότι συμπτώματα απάθειας, όπως έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες ή περιορισμένο συναισθηματικό εύρος, περιλαμβάνονται σε διάφορες διαγνώσεις DSM-5 (π.χ. μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, σχιζοτυπική διαταραχή προσωπικότητας), στο DSM-5 δεν περιγράφεται προς το παρόν κάποια χωριστή διάγνωση για την απάθειας. Ωστόσο, ο “απαθητικός τύπος” παρατίθεται ως ένας υπότυπος της “μεταβολής της προσωπικότητας λόγω γενικής ιατρικής κατάστασης” (Aμερικανική Ψυχιατρική Ένωση, 2013). Στο ICD-10, η απάθεια παρατίθεται κάτω από τον τίτλο “συμπτώματα, σημεία και μη φυσιολογικά κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα, που δεν ταξινομούνται αλλού “και επίσης αναφέρεται ως σύμπτωμα άνοιας στην ασθένεια pick (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 1992).