Το μοτίβο του ύπνου μεταβάλλεται σε σημαντικό βαθμό σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.
Το ποσοστό του ύπνου σε σχέση με την εγρήγορση στα νεογνά καταλαμβάνει περίπου το 70% της διάρκειας του 24ώρου, ενώ στους ενήλικες 25-30%.
Ακόμη, στα βρέφη ο ύπνος έχει την ίδια κατανομή κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, ενώ όσο μεγαλώνει το παιδί τόσο περισσότερο αποκτά την ικανότητα να διατηρεί μεγαλύτερες περιόδους εγρήγορσης κατά τη διάρκεια της ημέρας και ύπνου κατά τη νύχτα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής, η μετάβαση από την εγρήγορση στον ύπνο γίνεται μέσω του ύπνου REM, και μετά την ηλικία των τριών μηνών η έναρξη του ύπνου ξεκινά με NREM δραστηριότητα όπως και στους ενήλικες.
Με την πάροδο των χρόνων η αναλογία των σταδίων του ύπνου μεταβάλλεται. Στην ηλικία των 60 ετών μπορεί να μην υπάρχει καθόλου ύπνος βραδέων κυμάτων στο ΗΕΓ, ειδικότερα στους άνδρες. Στις υποκειμενικές αναφορές σχετικά με τον ύπνο τους, οι ηλικιωμένοι παραπονούνται περισσότερο για δυσκολίες σχετικά με τον ύπνο, κάτι που επιβεβαιώνεται και από ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες, και η μεγαλύτερη διαφορά σε σχέση με τον ύπνο των νέων είναι το ότι οι αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου αυξάνονται σε μεγάλο ποσοστό όσο αυξάνεται η ηλικία.
Η φυσιολογική ποσότητα του ύπνου
Οι ώρες που χρειάζεται ο άνθρωπος για να καλύψει την ανάγκη του για ύπνο μεταβάλλονται ανάλογα με την ηλικία. Η ποσότητα του ύπνου θεωρείται αρκετή όταν το άτομο δεν αισθάνεται υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, και δεν υπάρχει έκπτωση στη λειτουργικότητά του η οποία να σχετίζεται με τον ύπνο.
Πολλοί θεωρούν ότι οκτώ ώρες ύπνου είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία του οργανισμού, αλλά δεν υπάρχουν μελέτες που να τεκμηριώνουν αυτή την άποψη.
Αντιθέτως, έχει βρεθεί ότι άνθρωποι που κοιμούνται για περισσότερες ώρες αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας κατά τη διάρκεια της ημέρας και παρουσιάζουν περισσότερα συμπτώματα ψυχοπαθολογίας. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η μειωμένες ώρες ύπνου σχετίζονται με αλλαγές στο μεταβολισμό και ορμονικές αλλαγές, και ότι η μικρή η διάρκεια του ύπνου μπορεί να σχετίζεται χρόνια νοσήματα όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και η υπέρταση.
Εκτός από το ότι η ποσότητα του ύπνου που απαιτείται για να καλυφθούν οι ανάγκες του ατόμου μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία, επίσης διαφέρει σημαντικά από το ένα άτομο στο άλλο, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ανάγκες του οργανισμού, π.χ. με την πείνα.
Διάρκεια του ύπνου
Η έννοια της αϋπνίας δεν είναι ταυτόσημη με τη μικρή διάρκεια ύπνου. Τα άτομα που υποφέρουν από αϋπνία μπορεί να παραπονιούνται για μικρή διάρκεια ύπνου, ή για καθυστέρηση στη επέλευσή του, όταν άλλοι άνθρωποι θεωρούν τα ίδια δεδομένα ικανοποιητικά.
Πολλές φορές, η υποκειμενική δυσφορία και τα παράπονα σχετικά με τον ύπνο μπορεί να αντανακλούν τις σωματικές ανησυχίες που εντάσσονται στα πλαίσια καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Σε άλλες περιπτώσεις, τέτοιου είδους παράπονα απορρέουν από παραπληροφόρηση σχετικά με τις ανάγκες ύπνου σε σχέση με την ηλικία ή γενικότερα εσφαλμένες πεποιθήσεις σχετικά με τον ύπνο.
Επιδημιολογικές μελέτες στο γενικό πληθυσμό έχουν δείξει ότι τα άτομα με μεγαλύτερο μέσο όρο ζωής αναφέρουν ότι κοιμούνται 6-7 ώρες κάθε βράδυ.
Στους ενήλικες, ο μέσος όρος διάρκειας του βραδινού ύπνου έχει βρεθεί ότι είναι 6,5- 7 ώρες για τις γυναίκες, ενώ η ποσότητα που αναφέρουν ότι θα χρειάζονταν για να είναι πλήρως ικανοποιημένες είναι κατά μία ώρα αυξημένη, δηλαδή περίπου στις 7,5- 8 ώρες. Οι άνδρες κοιμούνται κατά μέσο όρο 7- 7,5 ώρες, και αναφέρουν αντίστοιχη ποσότητα ανάγκης για ύπνο. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ο μέρος όρος είχε σταθερή απόκλιση περίπου μίας ώρας.