Οι διαταραχές του ύπνου είναι ιδιαίτερα συχνές. Περίπου το 1/3 των ενηλίκων θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα με διαταραχή ύπνου σε κάποια στιγμή της ζωής τους, αλλά λιγότεροι από τους μισούς θα απευθυνθούν σε γιατρό για βοήθεια.
Η πιο συχνή διαταραχή του ύπνου είναι η αϋπνία.
Οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να είναι πρωτοπαθείς ή να αποτελούν σύμπτωμα κάποιας ψυχιατρικής νόσου. Στη δεύτερη περίπτωση, η θεραπεία της διαταραχής του ύπνου είναι πολύ σημαντική γιατί η ψυχιατρική πάθηση μπορεί να επιδεινωθεί εάν δεν αντιμετωπιστεί η διαταραχή στον ύπνο. Επιπλέον, οι διαταραχές του ύπνου συχνά συνυπάρχουν με κατάχρηση αλκοόλ, βενζοδιαζεπινών και άλλων ναρκωτικών ουσιών. Για όλους τους παραπάνω λόγους, και κυρίως λόγω των σημαντικών συνεπειών των διαταραχών του ύπνου στην καθημερινότητα (επίδοση στην εργασία, κίνδυνος ατυχημάτων, μείωση ποιότητας ζωής), η διάγνωση και αντιμετώπιση των διαταραχών του ύπνου είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Αϋπνία
Ως αϋπνία ορίζεται η δυσκολία του ατόμου να κοιμηθεί ή να διατηρήσει τον ύπνο του, καθώς επίσης και η κακή ποιότητά του (έλλειψη αναζωογονητικού ύπνου). Για να τεθεί η διάγνωση της αϋπνίας, τα συμπτώματα αυτά πρέπει να είναι παρόντα για περισσότερες από δύο ημέρες την εβδομάδα, επί ένα μήνα τουλάχιστον. Το πρόβλημα της αϋπνίας απασχολεί πολύ τον ασθενή, που εκφράζει υπερβολικούς φόβους για την αϋπνία.
Η αϋπνία μπορεί γενικά να διακριθεί σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή , ανάλογα με το αν μπορεί να ανιχνευθεί ή όχι κάποιος υπεύθυνος αιτιολογικός παράγοντας. Η δευτεροπαθής αϋπνία είναι η συχνότερη μορφή και αποτελεί σύμπτωμα πολλών ψυχιατρικών και σωματικών παθήσεων, αποτέλεσμα χορήγησης ή και διακοπής φαρμάκων και ουσιών και περιβαλλοντικών επιδράσεων.
Στην πρωτοπαθή αϋπνία, το κύριο σύμπτωμα είναι η παρουσία αϋπνίας, σε συνδυασμό με μειωμένη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς να συνυπάρχει άλλη εμφανής σωματική ή ψυχική διαταραχή. Η υπεραπασχόληση με τον ύπνο και η προσπάθεια να κοιμηθεί κάποιος οδηγεί σε συμπτώματα αυξημένης σωματικής έντασης (ανησυχία, μυϊκή ένταση, αυξημένη αγγειοσυστολή) που οδηγούν σε αϋπνία. Δημιουργείται, έτσι ένας φαύλος κύκλος.
Συνήθως, η πρωτοπαθής αϋπνία σχετίζεται με κάποια εξωτερική ή εσωτερική κατάσταση, που τελικά παρέρχεται, η αϋπνία, όμως μένει και αυτονομείται.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της αϋπνίας συνίσταται καταρχήν στην αντιμετώπιση της υποκείμενης πρωτογενούς διαταραχής, εφόσον υπάρχει. Κατά δεύτερον, εφαρμόζονται μέτρα υγιεινής του ύπνου (έγερση και κατάκλιση την ίδια ώρα, διακοπή φαρμάκων και ουσιών που δρουν διεγερτικά στο ΚΝΣ, όπως το αλκοόλ και η καφεΐνη, προγραμματισμένη σωματική άσκηση μέσα στην ημέρα, αποφυγή άσκησης πριν τον ύπνο, χαλαρωτικές δραστηριότητες το απόγευμα, αποφυγή μεγάλων νυχτερινών γευμάτων, άνετες συνθήκες ύπνου). Χορηγούνται αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα (βενζοδιαζεπίνες ή μη βενζοδιαζεπινούχα υπνωτικά) και χρησιμοποιείται η γνωσιακού – συμπεριφορικού τύπου ψυχοθεραπεία (ή άλλη ψυχοθεραπεία) και τεχνικές χαλάρωσης.